Παρασκευή 21 Μαρτίου 2008

Η Αδελφότης των Στεναγμών





Η αδελφότης των στεναγμών
Παρουσίαση του βιβλίου
στο bacaro
στις 19 Μαρτίου 2008

Διάβασα με μεγάλο ενδιαφέρον το βιβλίο «Η αδελφότης των στεναγμών», του Νίκου Ντακάκη που κυκλοφόρησε τo 2007 από τις εκδόσεις Μπαρτζουλιάνος.
Από την πρώτη παράγραφο με γέμισε ενδιαφέρον, μου τόνωσε την περιέργεια για την εξέλιξη της μυθιστορίας και την τύχη των ηρώων.
Με επιδέξιο αφηγηματικό τρόπο, ο συγγραφέας καταφέρνει από την πρώτη σελίδα να μπαίνει στα βαθιά με τη δυνατή πλοκή και τις διαδοχικές συνεχείς ανατροπές, όπου κάθε κεφάλαιο να τελειώνει με μια κατάσταση σύγκρουσης ή δοκιμασίας που επιζητεί την λύση της, δίνοντας την υπόσχεση της έντονης δράσης προσφέροντας το θετικό ενδιαφέρον του αναγνώστη να συνεχίσει το διάβασμα..
Είναι αυτό που λέγεται για ένα καλό μυθιστόρημα πως, η επιτυχία του πεζού λόγου προκύπτει από την ένωση γνώσεων, φαντασίας, συναισθηματισμού και ικανότητα απόδοσης. Αυτά τα στοιχεία είναι ορατά κατά την ανάγνωση καθώς αντάμωνα ένα ρευστό κείμενο γραμμένο από δημιουργική, ένταση.

Συνηθίζω για όποια βιβλία καλούμαι να μιλήσω να μην αναφέρομαι ιδιαίτερα αναλυτικά στο θέμα, διότι θεωρώ πως η συνεκτική αυτή αναφορά τις περισσότερες φορές μπορεί να αποδειχτεί πετυχημένη ή ανεπιτυχής, εύστοχη ή άστοχη μου είναι αδιάφορο καθώς αυτή θα είναι η κρίση μου και δεν θα δύναμαι να εκφέρω κάποια άλλη, όμως αυτή η πρακτική σκορπίζει τη μαγεία της ανάγνωσης.
Αν εγώ τώρα σας αποκαλύψω το θέμα της ιστορίας, η διαδικασία αναγνώρισης του μύθου και των ηρώων θα χάσει την αίγλη που προσφέρει όταν θα το διαβάζετε, γι αυτό επιτρέψατε μου να μιλήσω για τη δυναμική του συγγραφέα και του χαρακτήρες που δραματοποιούν το έργο του.

Σαν παζλ ο Νίκος Ντακάκης, ενώνει τα κομμάτια από τη ζωή των ηρώων του. Ξετυλίγει το αμπαλάζ του γενεαλογικού δέντρου, των οικογενειών που δρουν στο μύθο του, σε έναν κόσμο γεμάτο ομορφιές, αγωνίες, δύσκολες επιλογές, ανατροπές, επιτυχίες, έρωτες και θανάτους. Με άρτιες περιγραφές που δημιουργούν όμορφες εικόνες εξελίσσεται η μυθιστορία γεμάτη πάντα από απροσδόκητα γεγονότα και τροπές στην ξαφνική μεταβολή της ισορροπίας δυνάμεων.
Παρ’ όλο που στο μυθιστόρημα υπάρχουν πολλοί χαρακτήρες και οι σπονδυλωτές αναφορές σε αυτούς από κεφάλαιο σε κεφάλαιο και με τη χρονική απόσταση που παρουσιάζονται θα μπορούσαν κάλλιστα να μπερδέψουν τον αναγνώστη, ο συγγραφέας έντεχνα υπενθυμίζει μέσω της αφήγησης κάποια στοιχεία της ταυτότητας τους και των γεγονότων που ενώνουν την προηγούμενη κατάσταση με την επόμενη, δίχως αναμνησιακές περιγραφές κάποιου αφηγητή για το χώρο και το χρόνο, το αποκαλούμενο flash back.
Σύνθετη η πλοκή με αλυσιδωτές αντιδράσεις όσον αφορά τους χαρακτήρες του έργου, με την παρεμβολή παράλληλων ιστοριών που εξελίσσονται ταυτόχρονα με αυτή των κύριων πρωταγωνιστών, φωτίζοντας το κυρίως θέμα του βιβλίου.





Είναι η πρακτική μιας γραφής που βλέπουμε στα θεατρικά έργα του Σαίξπηρ με τις παράλληλες ιστορίες που αξιοποιεί το στοιχείο της αντίθεσης τόσο που να δίνει έμφαση στο βασικό του θέμα.
Αυτό είναι πολύ δύσκολο εγχείρημα για έναν συγγραφέα σε ένα έργο 400 σελίδων όπως του Ντακάκη, να βάλει τους ήρωες του να δρουν μέσα στα κοινωνικοπολιτικά γεγονότα ενός τόπου με χωροχρονική σειρά χωρίς ασάφειες ώστε να ελαφρύνουν κι όχι να δυσκολέψουν την ανάγνωση.

Αυτό το δύσκολο στάδιο το ξεπέρασε ο συγγραφέας με επιτυχία, όπως το ίδιο πέτυχε και με τις συγκρουσιακές δοκιμασίες και τις συναισθηματικές αντιδράσεις των κύριων, αλλά και των δευτερευόντων χαρακτήρων να είναι απόλυτα πειστικές και χωρίς ασαφή σημεία, πράγμα που τους καθιστά αληθοφανείς και άρα προσιτούς στον αναγνώστη να ταυτιστεί μαζί τους.
Η αίσθηση του χώρου και του χρόνου διαφαίνονται και σκιαγραφούνται μέσα από τους ήρωες του έντονα σε κάθε αναφορά. Ο ρυθμός αφήγησης και οι διακυμάνσεις των γεγονότων, μεταβάλλουν τον περίγυρο σκιαγραφώντας περίτεχνα την ψυχολογική διάθεση των ηρώων.
Οι αναλυτικές περιγραφές χαρίζουν εικόνες που μέσα τους αναγνωρίζονται περισσότερες λεπτομέρειες όσον αφορά τον περίγυρο στη ροή των γεγονότων.

Θυμόμαστε και μιλάμε για ένα βιβλίο που διαβάσαμε και μας άγγιξε γιατί ο συγγραφέας κατάφερε να δημιουργήσει αληθινούς χαρακτήρες που μας κάνουν να ταυτιζόμαστε με τα προβλήματα τους.
Όταν αυτή η καταγραφή πετύχει, μένουν ατόφιες στη μνήμη μας οι επιθυμίες, οι πράξεις και οι πρακτικές των χαρακτήρων τους. Θυμόμαστε τα πάντα για τη ζωή τους και πολλές φορές ακολουθούμε τις εμπειρίες τους και στα προβλήματα της δικής μας ζωής.
Η Αλεξάνδρα, ο Αντώνης Κουταλάς, η Κατερίνα, ο Δημήτρης Γιωργάκης, η Τασούλα, ο Μιχάλης, ο Απόστολος και αρκετοί άλλοι, είναι άνθρωποι απλοί γεμάτοι όνειρα που αναζητούν να ζήσουν μια ζωή ήσυχη κι ανέμελη. Είναι κι αυτοί κάποιοι από τους συνανθρώπους μας που έζησαν πολέμους, καταστροφές, φιλίες, έρωτες, πόνους και θλίψεις.
Κάποιοι ευτυχισμένοι όπως ο Δημήτρης και η Τασούλα που είχαν αποκτήσει τρία παιδιά τον Γιώργη, την Αγάπη, τον Μανόλη κι άλλοι, όπως ο Κώστας και η Σοφία αποφασισμένοι για τα εμπόδια και τις ατυχίες τους να συνηθίσουν τη ζωή όπως τους χαρίζεται, αλλά με αγάπη.
Εποχές με σοβαρές κοινωνικοπολιτικές ανατροπές που φέρνουν οι πόλεμοι. Ζωές γεμάτες απογοητεύσεις για όνειρα που δεν θα πραγματοποιηθούν. Και μετά τον δεύτερο παγκόσμιο, την κατοχή, τον εμφύλιο, η δεκαετία του 50 φέρνει την ανασύνταξη των ψυχικών κομματιών που έμειναν ανέπαφα. Δεκαετία του 60 με την πικρή εμπειρία της δικτατορίας, μια εποχή που άρχιζε να φέρνει μαρασμό στις επαρχιακές πόλεις με τη φυγή πολλών ανθρώπων στις αστικές πόλεις για μια καλύτερη ζωή. Ο Δημήτρης Γιωργάκης μεταφέρει τα όνειρα και τις ελπίδες του στο θυρωρείο μιας πολυκατοικίας στην Αθήνα κι εκεί συναντάει την Αλεξάνδρα μια όμορφη κοπέλα που όταν αυτή μαθαίνει από τον Αντώνη Κουταλά το μυστικό της κορύφωσης όλου του βιβλίου που βεβαίως την αφορά και το οποίο όμως δεν αποκαλύπτεται, παρά προς το τέλος για να κλείσει ο κύκλος της ιστορίας.
Έτσι αρχίζει στο πρώτο κεφάλαιο ο συγγραφέας δυναμικά και με κορύφωση που κρατάει ζωντανό το ενδιαφέρον στον αναγνώστη να μας παρουσιάζει τους ήρωες του, αληθινούς κι ευάλωτους, γεμάτους με όλα αυτά τα συναισθήματα που τρέφουμε όλοι μέσα μας.
Στην πορεία της μυθιστορίας τους οι ήρωες που ενώ ο καθένας τραβάει το προσωπικό του Γολγοθά εμπλέκονται με τις παράλληλες ιστορίες τους τόσο απόλυτα που οι αντιδράσεις τους να σ’ επηρεάζουν ανάλογα με τη ψυχική τους κατάσταση.
Το λέω διότι το βίωσα κατά τη διάρκεια της ανάγνωσης σε αυτό το ομολογουμένως ποιοτικό κείμενο.
Διότι το ποιοτικό μυθιστόρημα δεν προσφέρει μόνο την τέρψη της ανάγνωσης αλλά και τον προβληματισμό. Αυτό συμβαίνει με το βιβλίο του Ντακάκη καθώς αναπτύσσει το θέμα του στο βάθος του χρόνου ταυτόχρονα με τη ψυχολογική κατάσταση και συναισθηματική φόρτιση των ηρώων του ώστε να συντελεί στην καλύτερη αποτύπωση της ζωής.

Όταν ένα βιβλίο έχει καλά δομημένους χαρακτήρες μας είναι αδιάφορη η πλοκή της ιστορίας. Μπορεί ο δημιουργός να τους εντάξει σε οποιοδήποτε περιβάλλον, σε οποιονδήποτε μύθο, σε οποιονδήποτε χωροχρόνο που να έχει αφήσει ή και να αφήνει ακόμη πίσω του μια όμορφη αίγλη, αλλά να μην μας συγκινεί η καταγραφεί του διότι οι χαρακτήρες κινούνται σαν σκιές, δεν είναι σωστά δομημένες, δηλαδή, δεν είναι άψογα σκιαγραφημένοι όπως απαιτεί η καλή λογοτεχνία.
Αυτοί είναι που προσδίδουν πάντοτε σε ένα κείμενο την απόλυτη δυναμική. Από αυτούς εξαρτάται να μας οδηγήσουνε στον κόσμο τους, στις επιθυμίες και στα όνειρά τους. Στις όποιες αναζητήσεις τους και να ταυτιστούμε και ακόμη - ακόμη να σπαράξουμε μαζί τους για τα λάθη, τις αποτυχίες και τα θέλω τους.
Τρυφερό και έντονα ρεαλιστικό μυθιστόρημα. Μια εσωτερική συναισθηματική και άρτια λογοτεχνική περιγραφή για τις δεκαετίες που πέρασαν κι όσοι τις έζησαν γνωρίζουν πόσο καλά τις ζωντανεύει στη μνήμη τους ο συγγραφέας. Αλλά και οι νεότεροι μαθαίνουν γι αυτές μέσα από τους ήρωες, την πλοκή και τη δράση τους.
Κείμενο που ικανοποιεί. Αισθήσεις που κινούνται με ειλικρίνεια ανάμεσα στις αληθινές ανθρώπινες προσδοκίες.
Η γραφή παρουσιάζει εικόνες από την πραγματική ζωή που όσο επηρεάζουν τους πρωταγωνιστές άλλο τόσο επηρεάζουν και τον αναγνώστη.

Η αδελφότης των στεναγμών, αρχικά ο τίτλος χαρίζει μυστήριο, ξυπνάει το απλό βιβλιοανγνωστικό ενδιαφέρον να το πιάσεις στα χέρια σου, να το εξιχνιάσεις. Και δεν λαθεύεις, μετά την αρχική ματιά αρχίζει αυτή η περίεργη γοητεία που ασκεί στον αναγνώστη το άρτιο κείμενο να το διαβάσει, να το ρουφήξει.
Στην αρχή κατά την ανάγνωση γεννιέται το ερώτημα τι σχέση έχει ο τίτλος του βιβλίου, η αδελφότης των στεναγμών, αλλά όσο προχωρά η ανάγνωση αρχίζεις να αναγνωρίζεις από τα βιώματα των ηρώων, πως αυτός ο τίτλος, άλλωστε το αναφέρει ο συγγραφέας, είναι ο πλέον κατάλληλος καθώς φανερώνει, τη μεγάλη τελετή της αδελφότητας των στεναγμών του κυρίου μας. Ότι πιο ιερό έχει η πίστη μας είναι οι στεναγμοί κι οι οδύνες που είχε ο κύριος πάνω στο σταυρό. Αυτοί οι ίδιοι στεναγμοί και οι οδύνες κρατούν και συνενώνουν τις ζωές των ηρώων του Ντακάκη τόσο άρρηκτα δεμένους όσο δεμένους κρατά μεταξύ τους ανθρώπινους μυστικούς δεσμούς και στα πραγματικά γεγονότα της ίδιας της ζωή μας.
Αυτό λοιπόν είναι το βιβλίο του Ντακάκη, μια πραγματικότητα γεμάτη αναζητήσεις, ανατροπές, ένα βιβλίο γεμάτο ζωή.

Στη λογοτεχνία υπάρχουν δυο κύριες θεματικές κατηγορίες. Ιστορίες που στηρίζονται κυρίως στη δράση και σε ιστορίες που στέφουν τη δυναμική τους στην απεικόνιση των ηρώων.
Το βιβλίο αυτό του Ντακάκη ακολουθεί το δεύτερο τύπο όπου τα περιστατικά ρέουν μέσα από την εξέλιξη και την αλληλεπίδραση των ηρώων και είναι σίγουρο πως δεν αφήνουν αδιάφορο τον αναγνώστη, αλλά αντίθετα τον συγκινούν και τον συναρπάζουν.
Εδώ υπάρχει και μια σχηματική διάκριση. Στον πρώτο τύπο συνήθως ανήκουν τα μυθιστορήματα μαζικής κατανάλωσης, ο δεύτερος σε μυθιστορήματα αξιώσεων.
Διάβασα με μεγάλη προσοχή το βιβλίο του Ντακάκη και με τη δική μου σχηματική άποψη κατατάσσω το βιβλίο του στον δεύτερο τύπο, δηλαδή στα μυθιστορήματα αξιώσεων.

Δεν έχω να πω περισσότερα, θα φτωχύνω ίσως τη δυναμική του βιβλίου καθώς τείνω να ομολογήσω, πως δεν υπάρχει πιο δύσκολο πράγμα να εκφέρονται προσωπικές απόψεις. Η προσέγγιση του έργου σαφώς δεν ταυτίζεται με την κριτική, αλλά δεν παύει να είναι το χειρότερο μέσο για ν’ αγγίξεις στο βάθος ένα έργο. Συμβαίνει συχνά για να μην πω πάντα σε πετυχημένες παρανοήσεις. Δεν μπορεί ο κάθε κριτής να συλλάβει και να εκφράσει τη ψυχική διεργασία του δημιουργού τη στιγμή της δημιουργίας του. Και απ’ ότι φαίνεται η δημιουργική δυνατότητα του Νίκου Ντακάκη πατάει σε γερές βάσεις και είμαι σίγουρος πως σύντομα θα παρουσιάσει κι άλλη δουλειά του δίνοντας του την ευχή να ξεπεράσει σε απόδοση και επιτυχία την προηγούμενη.

Δημήτρης Βαρβαρήγος, συγγραφέας








το πρώτο βιβλίου του Νίκου Ντακάκη, "Όπως τ' όνειρο"

ΟΙ ΑΝΗΣΥΧΙΕΣ ΚΑΙ ΟΙ ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ

Η μέρα ήτανε δύσκολη, από τις πιο επεισοδιακές του φετινού χειμώνα. Απεργίες παντού, διαδηλώσεις, αγριεμένοι συνδικαλιστές, πανώ, ντουντούκες, αιτήματα, συνθήματα αγωνιστικά, ξεσηκωμός. Στη Βουλή η κυβέρνηση έδινε μια από τις πιο κρίσιμες μάχες για να περάσει το νομοσχέδιο για το λεγόμενο ασφαλιστικό κι οι εργαζόμενοι βγήκαν στους δρόμους αποφασισμένοι να παλέψουν για ένα δικαίωμα στο αύριο.Βουνά τα σκουπίδια, ακινητοποιημένα μετρό και υπόλοιπα μέσα μαζικής μεταφοράς, κλειστά τα μαγαζιά, με κατεβασμένα μέχρι κάτω τα ρολά κι ασφαλισμένα με σίτες ειδικές, για να προστατευτούν από πιθανές επιθέσεις και καταστροφές. Μπροστά από τα κυβερνητικά κτίρια, τις διασταυρώσεις, τις πλατείες και τα ευαίσθητα σημεία της πόλης, πάνοπλοι αστυνομικοί με στολές εκστρατείας, κράνη, γκλομπ ανά χείρας και τα όπλα στον ώμο κι ένα βλέμμα από αδιάφορο μέχρι αιμοβόρικο από την ταλαιπωρία, την κούραση και την αγανάκτηση. Μια γεύση στυφή να φτάνει στο στόμα από τα χημικά και τα μάτια να τσούζουν από τα δακρυγόνα. «Μακριά τα χέρια από τα μάτια γιατί θα σε τσούζουν περισσότερο μετά, φταρνίσου ελεύθερα όμως, αν θέλεις», άκουσα έναν να συμβουλεύει τον διπλανό του. Αυτή ήταν η εικόνα του κέντρου της Αθήνας την Τετάρτη 19 του Μάρτη. Από νωρίς το μεσημέρι μ’ έζωναν τα φίδια. Η εκδήλωση για την παρουσίαση του βιβλίου μου ήταν προγραμματισμένη από καιρό και δεν μπορούσε με τίποτα ν’ αναβληθεί αφού είχε κλειστεί ο χώρος κι οι προσκλήσεις είχαν διανεμηθεί προ πολλού. «Λαχείο μέρα μάς έτυχε», έλεγα στην γυναίκα μου που μάταια προσπαθούσε να μου δώσει θάρρος. Ο χρόνος κόλλησε, λες, κι οι ώρες δεν περνούσαν. Οι διαδηλώσεις δεν έλεγαν να σταματήσουν κι ας είχε πάει κιόλας τέσσερις και μισή. Ένας κρότος ξερός ακούστηκε στο ύψος του Πανεπιστημίου κι ύστερα άλλος κι άλλος. Πάλι έριχναν χημικά. Πάλι κάποιοι έτρεχαν στους δρόμους κυνηγημένοι από τα ΜΑΤ και τους ειδικούς φρουρούς. «Πάει, την κάτσαμε τη βάρκα».Βραδάκι ώρα 7,00. Δεν έχει νόημα να κάθομαι άλλο στο ξενοδοχείο. Έτσι κι αλλιώς να ηρεμήσω δεν μπορώ. Ανηφορίζω την Πανεπιστημίου, περνώ τη Σταδίου, φτάνω στον χώρο. Ο αγαπητός μου Δημήτρης Αετουδάκης, ομιλητής της βραδιάς, είναι εκεί ιδιαίτερα ανήσυχος. Το ίδιο κι ο Ηλίας Μπαρτζουλιάνος, ο εκδότης, που πίσω από το αμήχανο χαμόγελο δεν μπορούσε να κρύψει την αγωνία του. Η ώρα περνά κι άνθρωπος δεν εμφανίζεται. Η αγωνία μου χτυπάει κόκκινο και μια ανατριχίλα με διαπερνά. Τσάμπα πήγε το ταξίδι, σκέφτομαι, άσκοπες οι ετοιμασίες, άδικα θα πάει κι ο μπουφές. Κι εκείνη την ώρα, οκτώ παρά, σε είδα. Εσένα, αγαπητή μου φίλη, εσένα, φίλε μου αγαπημένε, που βρήκες αυτή τη μέρα για ν’ αφήσεις το σπίτι σου, την ησυχία σου, τη βολή σου, κι έφτασες στην οδό Σοφοκλέους, στο αίθριο του πολυχώρου Bacaro, για να παραβρεθείς στην παρουσίαση του βιβλίου μου και να με τιμήσεις. Κι εγώ τώρα πώς να σ’ ευχαριστήσω και πώς να βγάλω την υποχρέωση; Ένας ένας, παρέες παρέες, οι φίλοι, οι γνωστοί, οι άγνωστοι σ’ εμένα, άρχισαν να μαζεύονται. Ανάμεσά τους κι επώνυμοι. Οι τ. βουλευτές Μανόλης Όθωνας και Μιχάλης Νεονάκης, ο τ. Νομάρχης Κώστας Στρατινάκης, ο πρόεδρος της Παγκρητίου Ενώσεως Γιώργος Μαριδάκης, οι στρατηγοί ε.α. Βασίλης Αποστολάκης και Σταύρος Φωτάκης, λογοτέχνες, συγγραφείς, ποιητές κι ένας κόσμος που ήθελε να μου μιλήσει, να μου σφίξει το χέρι, να με συγχαρεί, να μ’ ενθαρρύνει. Βιαστικός ο Αετουδάκης ξεκινά την ομιλία του και λέει λόγια ζεστά, από την καρδιά του βγαλμένα. Ησυχία στο ακροατήριο, ατμόσφαιρα μυσταγωγική όσο μιλά σιγανά, με διδακτικό ύφος, ο Δημήτρης Βαρβαρήγος, συγγραφέας και δάσκαλος σεναριογραφίας. Η άλλη ομιλήτρια, η Χρυσούλα Δημητρακάκη, με το που ανοίγει το στόμα της ξεχειλίζει ποίηση. Απευθύνουν κι άλλοι χαιρετισμό κι ύστερα έρχεται η σειρά μου. Να πω στ’ αλήθεια τι, με τόση συγκίνηση που μ’ έχει καταλάβει; Είναι στιγμές που τα λόγια βγαίνουν δύσκολα και δεν μπορούν ν’ αποδώσουν τη δύναμη του συναισθήματος κι η λέξη ευχαριστώ σίγουρα δεν φτάνει για να τα καλύψει. Είναι όμως η μόνη κι έτσι αναγκαστικά αρκούμαι σ’ αυτήν.
21 Μάρτιος 2008 1:52 μμ